- σφυρῶν
- σφῡρῶν , σφῦραhammerfem gen plσφυρόνankleneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφύρων — σφύ̱ρων , σφῦρον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… … Dictionary of Greek
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
LUNULAE — in calceis Senatorum, apud Rom. Unde Iuv. Sat. 7. l. 3. v. 191. Nobilis et generosus Appositam nigrae Lunam subtexit alutae. Hinc Lunata pellis, Mart. l. 1. Epigr. 50. v. 3. cuius Epigraphe ad Lucanum de Hisp. locis, Lunata lingula eidem, l. 2.… … Hofmann J. Lexicon universale
OCREA — I. OCREA Carum inventum, Plin. l. 7. c. 56. genus calcei militaris, admodum antiquum et iam Heroibus, qui ante Homeri tempora vixerunt, usitatum. Unde toties Graecos ἐυχνημίδων, i. e. bene ocreatorum, elogiô insignit; per Synecdochen partis, bene … Hofmann J. Lexicon universale
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
μετατάρσιος — α, ο 1. (ανατ. ζωολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μετατάρσιο 2. φρ. «μετατάρσια οστά» ανατ. πέντε μικρά επιμήκη οστά που αρθρώνονται μεταξύ τών ταρσικών οστών και τών δακτύλων τών κάτω άκρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + τάρσιος (< ταρσός… … Dictionary of Greek
παράσφυρος — ον, Μ αυτός που πάσχει από φλόγωση τών σφυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σφῦρα] … Dictionary of Greek
περισφυρίς — ίδος, ἡ, Α δεσμός γύρω από τα σφυρά, επίδεσμος τών σφυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφυρόν + κατάλ. ίς] … Dictionary of Greek
περισφύριος — α, ο / περισφύριος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τα σφυρά, αυτός που περιβάλλει τα πόδια στην περιοχή τών σφυρών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περισφύριο(ν) γυναικείο κόσμημα που φοριέται πάνω σε γυμνό πόδι, γύρω από τα σφυρά νεοελλ. το ουδ. ως … Dictionary of Greek